- ἐγκωμιάζει
- ἐγκωμιάζωpraisepres ind mp 2nd sgἐγκωμιάζωpraisepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκιμαστής — ο (AM δοκιμαστής) [δοκιμάζω] αυτός που δοκιμάζει, ελέγχει, εξετάζει νεοελλ. 1. αυτός που γεύεται μικρή ποσότητα ποτών ή τροφίμων για να ελέγξει την ποιότητα 2. κολιμπρί τής τροπικής Αμερικής τής οικογένειας τών τροχιλιδών μσν. αυτός στον οποίο… … Dictionary of Greek
εγκωμιαστής — ο (θηλ. εγκωμιάστρια, η) (AM ἐγκωμιαστής) αυτός που εγκωμιάζει … Dictionary of Greek
εκθειαστής — ο αυτός που εκθειάζει, που εγκωμιάζει … Dictionary of Greek
επαινέτης — ἐπαινέτης, ο (θηλ. ις) (AM) [επαινώ] 1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.) 2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.) 3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης… … Dictionary of Greek
ευλογητικός — ή, ό και βλογητικός, ιά, ό (Μ εὐλογητικός, ή, ό και βλογητικός, ιά, ό και βλοητικός, ιά, ό) [ευλογητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευλογία, αυτός που τελείται με ευλογία 2. αυτός που δίνει ευλογία, ο ευλογητής 3. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
ευφημιστής — ο [ευφημίζω] αυτός που χρησιμοποιεί ευφημίες, που εγκωμιάζει, που επαινεί … Dictionary of Greek
υμνολόγος — ο, η / ὑμνολόγος, ον, ΝΜΑ αυτός που ψάλλει ή συνθέτει εκκλησιαστικούς, ιδίως, ύμνους νεοελλ. αυτός που απευθύνει ύμνους σε κάποιον, που εξυμνεί, που εγκωμιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + λόγος*] … Dictionary of Greek
φιλεπαινέτης — ὁ, Μ φιλέπαινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐπαινέτης «αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί» (< ἐπαινῶ)] … Dictionary of Greek
Αρρία — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Α. η πρεσβύτερη (1ος αι. μ.Χ.). Ήταν σύζυγος του Παίτου Καικήνα, υπάτου το 37 μ.Χ., τον οποίο ακολούθησε στη Ρώμη, όπου εκείνος επρόκειτο να λογοδοτήσει για συμμετοχή στην εξέγερση του Καμίλου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek